- παρορμᾶται
- παρορμάωurge onpres subj mp 3rd sgπαρορμάωurge onpres ind mp 3rd sgπαρορμάωurge onpres subj mp 3rd sgπαρορμάωurge onpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδειξιμανία — και επιδειξιομανία, η ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων παρορμάται να επιδεικνύει στους άλλους τα γεννητικά του όργανα … Dictionary of Greek